φαρσί

φαρσί
επίρρ. τροπ. (λ. τουρκ.), τέλεια, στην εντέλεια, άπταιστα: Μιλάει τα αγγλικά φαρσί. – Είπε το μάθημα φαρσί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαρσί — Ν επίρρ. (ιδίως σχετικά με ξένη γλώσσα) στην εντέλεια, άπταιστα («μιλάει φαρσί τα αγγλικά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. farsi «περσικά», λόγω τού ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούν περσικές λ. για να διανθίσουν τον λόγο τους] …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”